6/9/11

Κοκότ

1) Ορος που αφορά βαριά πυρίμαχα σκεύη με σκέπασμα ειδικά για το ψήσιμο στο φούρνο μαγειρευτών κρεάτων.
2) Εχει δοθεί σαν όνομα και σε μία γνωστή συνταγή με αυγά (αυγά au cocotte).
3) Ορος που σημαίνει ότι ένα υλικό έχει σωταρισθεί σε τηγάνι με βούτυρο για να πάρει χρώμα και μετά ψήθηκε στο φούρνο



Γαλλικός όρος, Cocotte, en cocotte

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου